- ἁρτίχειρες
- ἀρτίχειρες , ἀρτίχειρstrong of handmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτίχειρες — ἀρτίχειρ strong of hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)